- ψιλαί
- ψῑλαί , ψιλόςbarefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
Номинализм — одно из направлений средневековой схоластической философии, развившееся в борьбе с противоположным ему направлением, реализмом. В этой борьбе есть настоящий философский интерес, заставляющий признать ее не только историческим явлением… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
PSILA — genus tapetis, minime villosi, quod variis coloribus pingebant Plumarii Artifices, hinc ψιλοβάφοι dicti, Veteres Glossae, Plumarius, ψιλοβάφος. Eaedem Babylonicum, ψιλὴ πολύμιτος. Eaedem, aulaeum, ψιλὴ. Vetus auctor, apud Eustathium, ψιλαὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] … Dictionary of Greek